- πισσοκώνητον
- πισσοκώνητοςdaubed with pitchmasc/fem acc sgπισσοκώνητοςdaubed with pitchneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πισσοκώνητος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αλειμμένος με πίσσα 2. φρ. α) «πῡρ πισσοκώνητον» φωτιά με πισσωμένα ξύλα για τελειότερη καύση β) «πισσοκώνητος μόρος» (κατά τον Ησύχ.) ο θάνατος κάποιου που τόν άλειψαν με πίσσα και τόν έκαψαν στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα … Dictionary of Greek